μεγαλοπιάνομαι — μεγαλοπιάνομαι, μεγαλοπιάστηκα βλ. πίν. 39 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγαλοπιάνομαι — 1. επιδιώκω να φαίνομαι άνθρωπος ανώτερης πνευματικής, οικονομικής ή κοινωνικής θέσης: Μεγαλοπιάστηκαν και δεν καταδέχονται να επισκεφτούν το χωριό τους. 2. (για παιδιά), συμπεριφέρομαι σαν μεγάλος: Το κοριτσάκι μεγαλοπιάνεται και φοράει τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετοπιάνομαι — και αϊτοπιάνομαι 1. ζητώ να πιαστώ από ψηλά, επιδιώκω πράγματα δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μου και ανέφικτα, ματαιοπονώ 2. επιδεικνύομαι, ματαιοδοξώ, μεγαλοπιάνομαι … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλόπιασμα — το [μεγαλοπιάνομαι] το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται … Dictionary of Greek
αρχοντοπιάνομαι — ιάστηκα, ιασμένος, μεγαλοπιάνομαι, παρασταίνω τον ευγενή ή τον πλούσιο: Αρχοντοπιανόταν πολλές φορές, για να ρεζιλευτεί στο τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηλαρμενίζω — περηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)